- τύμπανο
- (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου. Παίζεται με ραβδιά, που στην άκρη είναι ντυμένα με φελλό, ξύλο ή ύφασμα, ανάλογα με την ποιότητα ήχου που επιδιώκεται. Τα τ. στην ορχήστρα μπορούν να είναι από δύο έως τέσσερα. Το όργανο είναι από τα αρχαιότερα. Αρχικά προοριζόταν για να συνοδεύει θρησκευτικές τελετές και ήταν φτιαγμένο από μια μεμβράνη τεντωμένη σε μια στεφάνη, που έδινε έναν κοφτό ήχο. Το αρχαίο τ. μπορούσε να είναι με στεφάνη, κωνικό, διαφόρων μεγεθών, στολισμένο με διακοσμήσεις ή τελείως γυμνό. Σε κάποια ακμή έφτασε το τ. την εποχή των Σαρακηνών, που, από τον 16o αι., το εισήγαγαν στις πιο ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης. Έως τον Λούλι όμως το τ. προοριζόταν μόνο για στρατιωτικούς σκοπούς: αυτός το εισήγαγε στην ορχήστρα και του άνοιξε τον δρόμο για τον σημαντικό ρόλο που επρόκειτο να παίξει λίγο αργότερα στη ρομαντική μουσική. Ιστορικά, τα τ. απέκτησαν βασικό βαθμό αυτονομίας με τον Μπετόβεν, που τα χρησιμοποίησε όλο και περισσότερο (ας θυμηθούμε την 6η Συμφωνία, τη λεγόμενη Ποιμενική, το σκέρτσο της 9ης Συμφωνίας, το Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα έργο 61 κλπ.). Ο Eκτόρ Μπερλιόζ τα μεταχειρίστηκε με εξαιρετική επιτυχία στη Φανταστική Συμφωνία, χρησιμοποιώντας έπειτα οχτώ ζεύγη στο Ρέκβιεμ. Εξαιρετικό ρόλο έπαιξε επίσης το τ. στη μουσική του Βάγκνερ, του Στράους, του Στραβίνσκι, του Μπάρτοκ, του Βαρέζε, του Καζέλα κ.ά.
Το τύμπανο, κρουστό μουσικό όργανο, έχει καθορισμένο ήχο, που μεταβάλλεται ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης με κοχλίες ή ποδόπληκτρα.
Τύμπανο, μουσικό όργανο που αρχικά χρησιμοποιήθηκε για θρησκευτικούς, τελετουργικούς σκοπούς και αργότερα για στρατιωτικούς.
* * *το / τύμπανον, ΝΜΑ, και τούμπανο Ν, και ποιητ. τ. τύπανον Α(στην αρχαιότητα σε χρήση κυρίως κατά τη λατρεία τής Κυβέλης και τού Βάκχου)1. είδος κρουστού μουσικού οργάνου που αποτελείται από ξύλινο ή μεταλλικό κυλινδρικό κιβώτιο το οποίο έχει στη μία ή και στις δύο πλευρές του καλά τεντωμένο δέρμα και το οποίο, όταν κρούεται με πλήκτρο ή με το χέρι, παράγει βαρύ ήχο, το ταμπούρλο2. (κατ' επέκτ.) καθετί όμοιο ως προς το σχήμα με το παραπάνω όργανο, όπως: α) τριγωνική επιφάνεια αετώματος με επιγραφές ή ανάγλυφαβ) συνεκδ. το αέτωμαγ) τετράγωνη σανίδα πόρτας ή θυροφύλλου τοποθετημένη μέσα σε πλαίσιο, κν. σήμερα ταμπλάς3. ολόσωμος τροχός άμαξας αποτελούμενος από ένα κυλινδρικό τμήμα κορμού δέντρουνεοελλ.1. αρχιτ. α) τοίχος κυκλικής, ελλειπτικής ή πολυγωνικής κάτοψης πάνω στον οποίο εδράζεται θόλοςβ) (ειδικά) το στήριγμα τού τρούλλου στους βυζαντινούς ναούς, που έχει τη μορφή κυλίνδρου εσωτερικά, ενώ εξωτερικά είναι, συνήθως, πολυγωνικόγ) επίπεδος ή ελαφρά καμπύλος πίνακας στο εσωτερικό έκγλυφου κύκλου ή έκγλυφης κορωνίδας σε έπιπλα κ.ά. κατασκευές, κν. καθρέφτης2. τεχνολ. κάθε κυλινδρικό σώμα το οποίο μπορεί να χρησιμεύει ως βάση υποδοχής, ως σύνδεσμος ή ως ενδεικτικό όργανο3. (μηχανολ.) α) το κυλινδρικό σώμα τού εμβόλου ατμομηχανής το οποίο κινείται παλινδρομικά μέσα στον κύλινδρό τηςβ) υδραυλική συσκευή αποτελούμενη από κοίλο τροχό που φέρει διαφράγματα και χρησιμοποιείται για την ανύψωση τού νερού μέχρι τον άξονά του4. ναυτ. το εργατόκρανο5. (τυπογρ.) περιστρεφόμενος κεντρικός κύλινδρος τού πιεστηρίου με τον οποίο συμπιέζεται πάνω στην τυπογραφική πλάκα το χαρτί που εκτυπώνεται, κν. καζάνι6. (υφαντ.) μεγάλος κύλινδρος λαναριστικής ή κλωστικής μηχανής στον οποίο περιελίσσεται, αντίστοιχα, το λαναρισμένο προϊόν ή το νήμα7. μουσ. μεσαιωνικό βυζαντινό έγχορδο όργανο με ηχείο σε σχήμα τραπεζίου, το οποίο παιζόταν με κρούση πλήκτρων σαν το σαντούρι8. ανατ. λεπτή, διαφανής και τεντωμένη μεμβράνη που μοιάζει με κυκλικό διάφραγμα και διαχωρίζει τον έξω ακουστικό πόρο από την κοιλότητα τού μέσου αφτιού, αλλ. τυμπανικός υμένας9. φρ. α) «βασκικό τύμπανο»μουσ. το ντέφιβ) «τύμπανο ορχήστρας»μουσ. είδος ορχηστρικού τυμπάνου που, αντί για στεφάνη, έχει ημισφαιρικό λέβητα από χαλκό, αλλ. τυμπάνιογ) «μαγνητικό τύμπανο»(πληροφ.) συσκευή μνήμης υπολογιστή αποτελούμενη από μεταλλικό κύλινδρο τού οποίου η επιφάνεια καλύπτεται από στρώμα ευαίσθητου υλικού που επιτρέπει τη μαγνητική εγγραφή πληροφοριώνδ) «μετρητικό τύμπανο»τεχνολ. κύλινδρος μεγάλης διαμέτρου τού οποίου η περιφέρεια είναι βαθμονομημένη και επιτρέπει τη μέτρηση περιστροφών ή άλλου, ανηγμένου σε περιστροφές, μεγέθους με άμεση ανάγνωσηε) «τύμπανο πέδης»τεχνολ. κυκλικό εξάρτημα στερεωμένο στην πλήμνη τροχού ή σε άτρακτο, πάνω στο οποίο πιέζονται σιαγόνες επενδεδυμένες με υλικό υψηλού συντελεστή τριβής για την επίτευξη τής πέδησηςστ) «τύμπανο περιελίξεως»τεχνολ. εξάρτημα βαρούλκου, πάνω στο οποίο περιελίσσεται στρογγυλό συρματόσχοινο ή σχοινί ή αλυσίδα έτσι ώστε με περιστροφή του να ασκείται έλξηζ) «κοιλότητα τού τυμπάνου»ανατ. η κοιλότητα τού μέσου αφτιούη) «χορδή τού τυμπάνου»ανατ. κλάδος τού προσωπικού νεύρου που παρέχει γευστικές ίνες για τη γλώσσα και παρασυμπαθητικές ίνες για τον υπογλώσσιο και υπογνάθιο αδέναθ) «γίνομαι τύμπανο» — φουσκώνω, πρήζομαιι) «τόν έκανε τύμπανο» — τόν έδειρε αλύπητα, τόν ξυλοφόρτωσε άγρια10. παροιμ. «ο κόσμος τό 'χει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι» — λέγεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι αξιόμεμπτες πράξεις ενός ατόμου έχουν γίνει πασίγνωστες, ενώ το στενό περιβάλλον του τίς αγνοεί και τό θεωρεί άμεμπτοαρχ.1. ονομασία διαφόρων οργάνων βασανισμού ή θανάτωσης2. (ιδίως) ρόπαλο με το οποίο χτυπούσαν τους καταδικασμένους σε θάνατο3. το πλήκτρο με το οποίο κρούεται το τύμπανο4. (γενικά) ράβδος, ματσούκα5. μτφ. (για ρήτορα) πομπώδης και κενή ομιλία που συνοδεύεται με βίαιες χειρονομίες6. (μόνον στον τ. τύπανον) α) όστρακοβ) ονομασία οδούγ) φρ. «ὁ ἀπὸ τοῡ τυπάνου» — παρωνύμιο κάποιου με το όνομα Λυσίμαχος, ο οποίος κατόρθωσε την τελευταία στιγμή να διαφύγει τη θανατική εκτέλεση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με την νεώτερη άποψη, πρόκειται για δάνεια λ. σημητικής προέλευσης (πρβλ. αραμ. tuppa, εβρ. top), η οποία έλαβε στην Ελληνική την κατάλ. -ανον, δηλωτική οργάνου (πρβλ. ὄργ-ανον, τρύπ-ανον) και συνδέθηκε παρετυμολογικώς με το ρ. τύπτω. Αντίθετα, στην αρχαιότητα η λ. τύμπανον / τύπανον είχε θεωρηθεί παρ. τού ρ. τύπτω σχηματισμένο με κατάλ. -ανον και με έρρινο ένθημα -μ-, το οποίο ερμηνευόταν είτε ως υστερογενές είτε ως στοιχείο ινδοευρωπαϊκής προέλευσης (πρβλ. αρχ. ινδ. pra-stu-m-pati «σπρώχνω με τα κέρατα» < ρίζα *[s]teup- τoύ τύπτω). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. tympanum) και στη συνέχεια η Γαλλική (πρβλ. γαλλ. tympan), όπου χρησιμοποιήθηκε ως όρος τής ανατομίας και με τη σημ. αυτή εισήχθη στην Ελληνική ως αντιδάνεια. Στη Νέα Ελληνική, τέλος, απαντά και ο τ. τούμπανο, στον οποίο το -υ- διατήρησε την αρχ. προφορά ως /u/ (πρβλ. ξουράφι < ξυράφι).ΠΑΡ. τυμπανίας, τυμπανίζω, τυμπανικόςαρχ.τυμπανάριος, τυμπανεύς, τυμπάνιον, τυμπανίτης, τυμπανόεις, τυμπανώδηςαρχ.-μσν.τυμπανούμαι(μσν. τυμπανάρηςνεοελλ.τυμπανιαίος, τυμπανίτιδα, τυμπάνωση.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) τυμπανοειδήςαρχ.τυμπανόδουπος, τυμπανοτερπής, τυμπανοτρίβης, τυμπανοφορούμαιμσν.τυμπανόκρουστοςνεοελλ.τυμπανοκρούστης, τυμπανομετρία, τυμπανοπλαστική, τυμπανοπληκτροδακτυλία, τυμπανοσκλήρυνση. (Β' συνθετικό) χαλκοτύμπανος/-οαρχ.φρεατοτύμπανος].
Dictionary of Greek. 2013.